μακτρίστρια

μακτρίστρια
μακτρίστρια, ἡ (Α)
γυναίκα που χορεύει τον χορό μακτρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μακτρίζω και επίδραση τού μακτρισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”